- ευτλήμων
- εὐτλήμων και δωρ. τ. εὐτλάμων, -ον (Α)υπομονητικός, καρτερικός, ανθεκτικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τλήμων «υπομονητικός, γενναιόψυχος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐτλήμονι — εὐτλήμων much enduring dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτλήμονος — εὐτλήμων much enduring gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)